- χιονίστρα
- η, Ν1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρεςιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κολχικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. -τρα (πρβλ. κουβαρ-ίστρα).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονίστρα — η 1. διόγκωση, πρήξιμο των δαχτύλων, της μύτης ή των αυτιών από ψύξη: Έχω βγάλει στο πόδι χιονίστρες. 2. είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste der Berge in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv ehem. Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2917 Olymp (Olymbos)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Berge oder Erhebungen in Griechenland — Diese Liste zeigt der Höhe nach geordnet die höchsten Berge in Griechenland. Name Griech. Name Höhe (Meter) Gebirge/Massiv Präfektur(en) Region(en) Olymp (Olymbos) – Mytikas Gipfel Όλυμπος 2.917 Olymp (Olymbos)[1] Pieria … Deutsch Wikipedia
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
απόκαμα — το (AM ἀπόκαυμα) το αποκαΐδι* αρχ. μσν. 1. το έγκαυμα 2. η χιονίστρα … Dictionary of Greek
μάλκη — μάλκη, ἡ (Α) 1. η νάρκη, το μούδιασμα που προκαλείται στα μέλη τού σώματος λόγω υπερβολικού ψύχους 2. χιονίστρα, κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το μαλακός* προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες] … Dictionary of Greek
χιμέτλη — και χιμέθλη και χειμέτλη και χειμέθλη, ἡ, Α χίμετλο, χιονίστρα («εἱλκωμένας χιμέτλας καὶ πυρίκαυτα ἐπαλειφόμενον ὠφελεῖν», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χίμετλον, με αλλαγή γένους κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek
Διομήδεια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 682 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται 6 χλμ. Ν της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βιστωνίδος. Έως το 1951 ονομαζόταν Χιονίστρα και παλαιότερα Χεμετλή … Dictionary of Greek
Θεσπρωτίας, νομός — Νομός (1.515 τ. χλμ., 46.091 κάτ.) της περιφέρειας Ηπείρου, στο βορειοδυτικό τμήμα της, με πρωτεύουσα την Ηγουμενίτσα. Περιλαμβάνει τμήμα της αρχαίας Θεσπρωτίας και συνορεύει στα Β με την Αλβανία, στα Α με τον νομό Ιωαννίνων, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Τρόοδος — Οροσειρά της Κύπρου, που εκτείνεται στο νότιο, το νοτιοδυτικό και σε ένα μέρος του κεντρικού τμήματος του νησιού. Η οροσειρά αποτελείται από αποσαθρωμένα ηφαιστειογενή πετρώματα του τριτογενούς και του μειόκαινου, τα οποία περικλείουν… … Dictionary of Greek